τρισάνοικτος

τρισάνοικτος
-ον, Μ
αυτός που δεν αισθάνεται καθόλου οίκτο, ανελέητος, πολύ σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ἄνοικτος «σκληρός, ανελέητος» (< στερητ. (ν)- + οἶκτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”